Επιτελείο στα λιθουανικά
Μετάφραση: επιτελείο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
personalas, darbuotojai, personalo, darbuotojų, darbuotojams
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτελείο
επιτελείο σταύρου μαλά, επιτελείο σαμαρά, επιτελείο αναστασιάδη, επιτελείο νίκου αναστασιάδη, επιτελείο εθνικής φρουράς, επιτελείο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιτελείο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επιτακτικός στα λιθουανικά - autoritetingas, autoritetingų, galią, autoritetinga, autoritetingą
- επιταχύνω στα λιθουανικά - greitis, greičio, spartos, greitį, sparta
- επιτηδειότητα στα λιθουανικά - įgūdis, įgūdžių, įgūdžiai, įgūdžius
- επιτηδευμένος στα λιθουανικά - Wszeteczny, Ārišķīgs, Dirbtinis, Bezwstydny, Udawany
Τυχαίες λέξεις
Επιτελείο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: personalas, darbuotojai, personalo, darbuotojų, darbuotojams
Μεταφράσεις: personalas, darbuotojai, personalo, darbuotojų, darbuotojams