Επιτελείο στα εσθονικά

Μετάφραση: επιτελείο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
heitma, lahas, personal, töötajate, personali, töötajad, töötajatele
Επιτελείο στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτελείο

επιτελείο σταύρου μαλά, επιτελείο σαμαρά, επιτελείο αναστασιάδη, επιτελείο νίκου αναστασιάδη, επιτελείο εθνικής φρουράς, επιτελείο λεξικό γλώσσας εσθονικά, επιτελείο στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • επιτακτικός στα εσθονικά - kõrk, kohustuslik, pingeline, alraun, käskiv, intensiivne, autoriteetne, ...
  • επιταχύνω στα εσθονικά - värskendama, kiirenema, kiirendama, kiirus, kiiruse, kiirust, kiirusega, ...
  • επιτηδειότητα στα εσθονικά - käteosavus, oskus, oskuste, oskusi, oskust, oskused
  • επιτηδευμένος στα εσθονικά - mõjutatud, ebasiiras, puudutatud, Odava hinnaga, Koreileva, Epäaito
Τυχαίες λέξεις
Επιτελείο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: heitma, lahas, personal, töötajate, personali, töötajad, töötajatele