Επιτελείο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επιτελείο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arremesso, forma, feitio, jeito, fundir, molde, pessoal, equipe, funcionários, o pessoal, equipe de
Επιτελείο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτελείο

επιτελείο σταύρου μαλά, επιτελείο σαμαρά, επιτελείο αναστασιάδη, επιτελείο νίκου αναστασιάδη, επιτελείο εθνικής φρουράς, επιτελείο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιτελείο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επιτακτικός στα πορτογαλικά - forte, intensivo, intenso, oficial, autorizado, competente, autoritário, ...
  • επιταχύνω στα πορτογαλικά - atirar, adiantar, acelere, apressar, acelerar, velocidade, velocidade de, ...
  • επιτηδειότητα στα πορτογαλικά - habilidade, habilidades, perícia, de habilidade, skill
  • επιτηδευμένος στα πορτογαλικά - afectado, meretrício, meretricious, meretrícia, prostituída, loureira
Τυχαίες λέξεις
Επιτελείο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arremesso, forma, feitio, jeito, fundir, molde, pessoal, equipe, funcionários, o pessoal, equipe de