Επιτελείο στα ισλανδικά

Μετάφραση: επιτελείο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kast, kasta, starfsfólk, boði, starfsmenn, starfsfólki, starfsmanna
Επιτελείο στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτελείο

επιτελείο σταύρου μαλά, επιτελείο σαμαρά, επιτελείο αναστασιάδη, επιτελείο νίκου αναστασιάδη, επιτελείο εθνικής φρουράς, επιτελείο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιτελείο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιτακτικός στα ισλανδικά - opinber, viðurkennd
  • επιταχύνω στα ισλανδικά - hraði, hraða, innifalin, aukagjald, herbergjum
  • επιτηδειότητα στα ισλανδικά - kunnátta, hæfni, færni, Skill, kunnáttu
  • επιτηδευμένος στα ισλανδικά - meretricious
Τυχαίες λέξεις
Επιτελείο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kast, kasta, starfsfólk, boði, starfsmenn, starfsfólki, starfsmanna