Εργαζόμενος στα δανικά

Μετάφραση: εργαζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
arbejder, arbejde, at arbejde, arbejdet, fungerer
Εργαζόμενος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργαζόμενος

εργαζόμενος μετάφραση, εργαζόμενος συνταξιούχος, εργαζόμενος ταλέντο, εργαζόμενος υπό δοκιμή, εργαζόμενος με μπλοκάκι, εργαζόμενος λεξικό γλώσσας δανικά, εργαζόμενος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εργάζομαι στα δανικά - fungere, værk, arbejde, virke, arbejdet, arbejder, arbejdsprogram
  • εργάτης στα δανικά - arbejder, arbejdstager, arbejdstageren, arbejdstagere
  • εργαλείο στα δανικά - instrument, redskab, værktøj, værktøjet, værktøj til
  • εργασία στα δανικά - værk, brug, virke, fungere, arbejde, arbejdet, arbejder, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργαζόμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: arbejder, arbejde, at arbejde, arbejdet, fungerer