Εργαζόμενος στα σουηδικά

Μετάφραση: εργαζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arbetar, arbeta, arbets, som arbetar, fungerar
Εργαζόμενος στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργαζόμενος

εργαζόμενος μετάφραση, εργαζόμενος συνταξιούχος, εργαζόμενος ταλέντο, εργαζόμενος υπό δοκιμή, εργαζόμενος με μπλοκάκι, εργαζόμενος λεξικό γλώσσας σουηδικά, εργαζόμενος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εργάζομαι στα σουηδικά - arbete, jobb, uppgift, arbetet, arbets
  • εργάτης στα σουηδικά - arbetare, arbetstagare, arbetstagaren, arbetaren
  • εργαλείο στα σουηδικά - verktyg, instrument, redskap, införa, verktyget, verktygs
  • εργασία στα σουηδικά - syssla, arbete, användning, uppgift, jobb, anställning, bruk, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργαζόμενος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: arbetar, arbeta, arbets, som arbetar, fungerar