Εργαζόμενος στα λιθουανικά
Μετάφραση: εργαζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
darbo, dirba, dirbti, dirbant, darbas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργαζόμενος
εργαζόμενος μετάφραση, εργαζόμενος συνταξιούχος, εργαζόμενος ταλέντο, εργαζόμενος υπό δοκιμή, εργαζόμενος με μπλοκάκι, εργαζόμενος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εργαζόμενος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εργάζομαι στα λιθουανικά - darbas, dirbti, triūsas, veikti, kūrinys, darbo, darbai, ...
- εργάτης στα λιθουανικά - darbuotojas, darbuotojui, darbuotojų, darbuotojo, darbuotoja
- εργαλείο στα λιθουανικά - instrumentas, įrankis, priemonė, priemone
- εργασία στα λιθουανικά - darbas, veikti, kūrinys, triūsas, dirbti, darbo, darbai, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργαζόμενος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: darbo, dirba, dirbti, dirbant, darbas
Μεταφράσεις: darbo, dirba, dirbti, dirbant, darbas