Εργαζόμενος στα ρωσικά
Μετάφραση: εργαζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
работа, работает, работать, работают, работая
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργαζόμενος
εργαζόμενος μετάφραση, εργαζόμενος συνταξιούχος, εργαζόμενος ταλέντο, εργαζόμενος υπό δοκιμή, εργαζόμενος με μπλοκάκι, εργαζόμενος λεξικό γλώσσας ρωσικά, εργαζόμενος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- εργάζομαι στα ρωσικά - сползти, подвизаться, поработать, совершать, обделывать, срабатывать, бродить, ...
- εργάτης στα ρωσικά - мастеровой, рабочий, работник, чернорабочий, работника, сотрудник, рабочего
- εργαλείο στα ρωσικά - документ, прибор, обтесывать, резец, свершить, внедрить, приспособление, ...
- εργασία στα ρωσικά - дело, дослужить, труд, работать, трудиться, обделывать, творение, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργαζόμενος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: работа, работает, работать, работают, работая
Μεταφράσεις: работа, работает, работать, работают, работая