Εργαζόμενος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εργαζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праца, работа
Εργαζόμενος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργαζόμενος

εργαζόμενος μετάφραση, εργαζόμενος συνταξιούχος, εργαζόμενος ταλέντο, εργαζόμενος υπό δοκιμή, εργαζόμενος με μπλοκάκι, εργαζόμενος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εργαζόμενος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εργάζομαι στα λευκορωσικά - хадзiць, адбыцца, праца, работа
  • εργάτης στα λευκορωσικά - работнік, працаўнік, супрацоўнік, парабак
  • εργαλείο στα λευκορωσικά - снасьць, інструмент, прылада, прыладу, інструмэнт
  • εργασία στα λευκορωσικά - хадзiць, адбыцца, праца, работа
Τυχαίες λέξεις
Εργαζόμενος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: праца, работа