Εργαζόμενος στα ρουμανικά

Μετάφραση: εργαζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de lucru, lucru, lucrează, lucreze, să lucreze
Εργαζόμενος στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργαζόμενος

εργαζόμενος μετάφραση, εργαζόμενος συνταξιούχος, εργαζόμενος ταλέντο, εργαζόμενος υπό δοκιμή, εργαζόμενος με μπλοκάκι, εργαζόμενος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εργαζόμενος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • εργάζομαι στα ρουμανικά - operă, lucra, muncă, lucru, de lucru, de muncă, locul de muncă
  • εργάτης στα ρουμανικά - lucrător, muncitor, lucrătorilor, asistent, lucrătorul
  • εργαλείο στα ρουμανικά - instrument, instrument de, unealtă, instrumente, instrumentul
  • εργασία στα ρουμανικά - lucra, muncă, lucru, operă, de lucru, de muncă, locul de muncă
Τυχαίες λέξεις
Εργαζόμενος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: de lucru, lucru, lucrează, lucreze, să lucreze