Εργαζόμενος στα ισλανδικά

Μετάφραση: εργαζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vinna, að vinna, unnið, starfa, virka
Εργαζόμενος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργαζόμενος

εργαζόμενος μετάφραση, εργαζόμενος συνταξιούχος, εργαζόμενος ταλέντο, εργαζόμενος υπό δοκιμή, εργαζόμενος με μπλοκάκι, εργαζόμενος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εργαζόμενος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εργάζομαι στα ισλανδικά - iðja, starf, vinna, erfiði, atvinna, vinnu, verk, ...
  • εργάτης στα ισλανδικά - verkamaður, vinnumaður, starfsmaður, Worker, launþegi, starfsmanni
  • εργαλείο στα ισλανδικά - verkfæri, mælitæki, áhald, tól, tæki, Tool, tól til
  • εργασία στα ισλανδικά - erfiði, starf, hagnýting, atvinna, iðja, vinna, vinnu, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργαζόμενος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: vinna, að vinna, unnið, starfa, virka