Ευκολία στα δανικά

Μετάφραση: ευκολία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lethed, lette, at lette, mindske, lettere
Ευκολία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκολία

καλή ευκολία, ευκολία αγγλικά, ευκολία στα αγγλικά, ευκολία συνώνυμο, ευκολία συνώνυμα, ευκολία λεξικό γλώσσας δανικά, ευκολία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ευκαμψία στα δανικά - fleksibilitet, fleksibiliteten, fleksibel, smidighed
  • ευκατάστατος στα δανικά - rig, velhavende, godt fra, godt ud, velstillede, godt slået fra
  • ευκολόπιστος στα δανικά - efkolopistos
  • ευκρίνεια στα δανικά - skarphed, skarpheden
Τυχαίες λέξεις
Ευκολία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lethed, lette, at lette, mindske, lettere