Ευκολία στα ιταλικά

Μετάφραση: ευκολία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
destrezza, facilitazione, accortezza, alleviare, alleggerire, facilitare, facilità, la facilità
Ευκολία στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκολία

καλή ευκολία, ευκολία αγγλικά, ευκολία στα αγγλικά, ευκολία συνώνυμο, ευκολία συνώνυμα, ευκολία λεξικό γλώσσας ιταλικά, ευκολία στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ευκαμψία στα ιταλικά - arrendevolezza, flessibilità, la flessibilità, di flessibilità, flessibilità di, flessibile
  • ευκατάστατος στα ιταλικά - benestante, ricco, facoltoso, benestanti, abbienti, ben fuori, bene fuori
  • ευκολόπιστος στα ιταλικά - efkolopistos
  • ευκρίνεια στα ιταλικά - limpidezza, nitidezza, la nitidezza, acutezza, di nitidezza, della nitidezza
Τυχαίες λέξεις
Ευκολία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: destrezza, facilitazione, accortezza, alleviare, alleggerire, facilitare, facilità, la facilità