Ευκολία στα πολωνικά

Μετάφραση: ευκολία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łatwość, zręczność, obiekt, ułatwienie, udogodnienie, zgodliwość, łagodzić, odciążyć, ulżyć, spokój
Ευκολία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκολία

καλή ευκολία, ευκολία αγγλικά, ευκολία στα αγγλικά, ευκολία συνώνυμο, ευκολία συνώνυμα, ευκολία λεξικό γλώσσας πολωνικά, ευκολία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ευκαμψία στα πολωνικά - dyspozycyjność, dyspozycyjny, gibkość, dowolność, elastyczność, giętkość, elastyczności, ...
  • ευκατάστατος στα πολωνικά - bogaty, zamożny, zasobny, majętny, zamożnych, zamożni, dobrze sytuowanych, ...
  • ευκολόπιστος στα πολωνικά - naiwny, łatwowierny, efkolopistos
  • ευκρίνεια στα πολωνικά - przejrzystość, wyrazistość, czystość, zrozumiałość, jasność, klarowność, odmienność, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευκολία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: łatwość, zręczność, obiekt, ułatwienie, udogodnienie, zgodliwość, łagodzić, odciążyć, ulżyć, spokój