Ευτυχισμένος στα δανικά

Μετάφραση: ευτυχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lykkelig, glad, heldig, glade, tilfreds, glade for
Ευτυχισμένος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευτυχισμένος

ευτυχισμένος άνθρωπος, ευτυχισμένος πρίγκιπας, ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του οδυσσέα σεφερης, ευτυχισμένος γάμος, ευτυχισμένος συνώνυμα, ευτυχισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, ευτυχισμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ευτυχία στα δανικά - lykke, held, glæde, lykkelig, lykken
  • ευτυχισμένα στα δανικά - glad, lykkelig, glade, tilfreds, glade for
  • ευτυχώς στα δανικά - heldigvis, forsvarsspilleren tilbage, forsvarsspilleren, Heldigvis er, forsvarsspilleren tilbage og
  • ευυπόληπτος στα δανικά - hæderlige, velrenommerede, velrenommeret, velanset, anerkendt
Τυχαίες λέξεις
Ευτυχισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lykkelig, glad, heldig, glade, tilfreds, glade for