Ευτυχισμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: ευτυχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hamingjusamur, kátur, glaður, sæll, ánægð, ánægður, fús, ánægðir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευτυχισμένος
ευτυχισμένος άνθρωπος, ευτυχισμένος πρίγκιπας, ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του οδυσσέα σεφερης, ευτυχισμένος γάμος, ευτυχισμένος συνώνυμα, ευτυχισμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ευτυχισμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ευτυχία στα ισλανδικά - gleði, hamingja, hamingju, hamingjan, hamingjuna
- ευτυχισμένα στα ισλανδικά - farsællega, hamingjusamur, ánægð, ánægður, fús, ánægðir
- ευτυχώς στα ισλανδικά - sem betur fer, betur fer, allrar hamingju, Til allrar hamingju, betur
- ευυπόληπτος στα ισλανδικά - virtur, virta
Τυχαίες λέξεις
Ευτυχισμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hamingjusamur, kátur, glaður, sæll, ánægð, ánægður, fús, ánægðir
Μεταφράσεις: hamingjusamur, kátur, glaður, sæll, ánægð, ánægður, fús, ánægðir