Θηλάζω στα δανικά
Μετάφραση: θηλάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
suge, sug, die, dier, sutte, amme, at die
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλάζω
θηλάζω λεξικό γλώσσας δανικά, θηλάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- θεϊκός στα δανικά - guddommelig, guddommelige, guddommeligt, den guddommelige, Guds
- θεός στα δανικά - guddommelighed, guddom, Gud, Guds, god, guden
- θηλαστικό στα δανικά - pattedyr, pattedyret
- θηλαστικός στα δανικά - pattedyr, fra pattedyr, mammal, mammale
Τυχαίες λέξεις
Θηλάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: suge, sug, die, dier, sutte, amme, at die
Μεταφράσεις: suge, sug, die, dier, sutte, amme, at die