Θηλάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: θηλάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quão, sugue, mamar, amamentar, sugar, como, chupar, suckle
Θηλάζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θηλάζω

θηλάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θηλάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • θεϊκός στα πορτογαλικά - divino, eclesiástico, divina, divine, divinos
  • θεός στα πορτογαλικά - deus, cabra, a Deus, o deus, god
  • θηλαστικό στα πορτογαλικά - maltratar, mamífero, mam�ero, mamífero marrom, mamíferos
  • θηλαστικός στα πορτογαλικά - mamíferos, de mamíferos, mamífero, mamífera, dos mamíferos
Τυχαίες λέξεις
Θηλάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: quão, sugue, mamar, amamentar, sugar, como, chupar, suckle