Θηλάζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: θηλάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цицаат, дои
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλάζω
θηλάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, θηλάζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- θεϊκός στα σλαβομακεδονικά - божествена, божествено, божественото, божествената, божествен
- θεός στα σλαβομακεδονικά - бог, Бог, богот, Бога, Божји
- θηλαστικό στα σλαβομακεδονικά - цицач, цицачи, цицачите, на цицачи
- θηλαστικός στα σλαβομακεδονικά - цицачи, цицачите, на цицачи, на цицачите, кај цицачите
Τυχαίες λέξεις
Θηλάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: цицаат, дои
Μεταφράσεις: цицаат, дои