Θηλάζω στα τούρκικα
Μετάφραση: θηλάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emmek, emzirmek, emzirirler, emmeye, emziren, emzirme
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλάζω
θηλάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, θηλάζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- θεϊκός στα τούρκικα - tanrısal, ilahi, kutsal, ilahi bir, ilahî
- θεός στα τούρκικα - Allah, Tanrı, tanrısı, god, Tanrım
- θηλαστικό στα τούρκικα - memeli, memeliye, memelinin, memelidir
- θηλαστικός στα τούρκικα - memeli, memelilerin, bir memeli, memelilerde
Τυχαίες λέξεις
Θηλάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: emmek, emzirmek, emzirirler, emmeye, emziren, emzirme
Μεταφράσεις: emmek, emzirmek, emzirirler, emmeye, emziren, emzirme