Θηλάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: θηλάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risucchiare, aspirare, succhiare, allattare, poppare, suggere, suzione, allatta
Θηλάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θηλάζω

θηλάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, θηλάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • θεϊκός στα ιταλικά - divino, divine, divina, Dio
  • θεός στα ιταλικά - Dio, divinità, god, a Dio
  • θηλαστικό στα ιταλικά - mammifero, mammiferi
  • θηλαστικός στα ιταλικά - mammifero, mammiferi, dei mammiferi, di mammiferi, di mammifero
Τυχαίες λέξεις
Θηλάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: risucchiare, aspirare, succhiare, allattare, poppare, suggere, suzione, allatta