Θωπεύω στα δανικά

Μετάφραση: θωπεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stryge, Tweedle
Θωπεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θωπεύω

θωπεύω λεξικό, θωπεύω ετυμολογία, θωπεία θωπεύω, θωπεύω λεξικό γλώσσας δανικά, θωπεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • θυσία στα δανικά - tilbyde, byde, offer, ofre, opofrelse, ofring
  • θυσιάζω στα δανικά - byde, tilbyde, offer, ofre, opofrelse, ofring
  • θωριά στα δανικά - syn, blik, margin, margen, margenen, marginen
  • θόρυβος στα δανικά - støj, larm, støjen, lyd
Τυχαίες λέξεις
Θωπεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stryge, Tweedle