Θωπεύω στα ισλανδικά

Μετάφραση: θωπεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tweedle
Θωπεύω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θωπεύω

θωπεύω λεξικό, θωπεύω ετυμολογία, θωπεία θωπεύω, θωπεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, θωπεύω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • θυσία στα ισλανδικά - fórna, fórn, sláturfórn, færa fórnir, fórnin
  • θυσιάζω στα ισλανδικά - fórna, fórn, sláturfórn, færa fórnir, fórnin
  • θωριά στα ισλανδικά - framlegð, framlegðin, brún, svigrúm, mörk
  • θόρυβος στα ισλανδικά - hávaði, hávaða, fyrir hávaða, Noise, hávaðinn
Τυχαίες λέξεις
Θωπεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tweedle