Θωπεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: θωπεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подразнення, балувати, погладити, гладити, пестити, роздратовання, ласка, пестувати, мазун, Твідл
Θωπεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θωπεύω

θωπεύω λεξικό, θωπεύω ετυμολογία, θωπεία θωπεύω, θωπεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, θωπεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • θυσία στα ουκρανικά - пожертвувати, жертва, жертву
  • θυσιάζω στα ουκρανικά - пожертвувати, жертва, жертву
  • θωριά στα ουκρανικά - вигляд, показання, вислів, сторона, аспект, маржа
  • θόρυβος στα ουκρανικά - галас, шум, гамір, шумовий, гомін
Τυχαίες λέξεις
Θωπεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: подразнення, балувати, погладити, гладити, пестити, роздратовання, ласка, пестувати, мазун, Твідл