Θωπεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: θωπεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Dyndolić, Pitolić, Tweedle
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θωπεύω
θωπεύω λεξικό, θωπεύω ετυμολογία, θωπεία θωπεύω, θωπεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, θωπεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- θυσία στα λιθουανικά - auka, aukos, auką, pasiaukojimas, aukojimas
- θυσιάζω στα λιθουανικά - auka, aukos, auką, pasiaukojimas, aukojimas
- θωριά στα λιθουανικά - žvilgsnis, veidas, marža, skirtumas, atsarga, riba
- θόρυβος στα λιθουανικά - triukšmas, triukšmo, triukšmą, noise, garso
Τυχαίες λέξεις
Θωπεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Dyndolić, Pitolić, Tweedle
Μεταφράσεις: Dyndolić, Pitolić, Tweedle