Ισχυρίζομαι στα δανικά

Μετάφραση: ισχυρίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
påstå, krav, ifølge krav, påstand, kravet, fordring
Ισχυρίζομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχυρίζομαι

ισχυρίζομαι συνώνυμα, ισχυρίζομαι μετάφραση, ισχυρίζομαι αγγλικά, ισχυρίζομαι στα αγγλικα, ισχυρίζομαι translation, ισχυρίζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, ισχυρίζομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ιστός στα δανικά - mast, væv, vævet, tissue, vævs-
  • ισχνός στα δανικά - scraggly
  • ισχυρισμός στα δανικά - påstå, krav, ifølge krav, påstand, kravet, fordring
  • ισχυρογνώμονας στα δανικά - forstokket, forstokkede, hårdnakket, genstridig, forhærdede
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρίζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: påstå, krav, ifølge krav, påstand, kravet, fordring