Ισχυρίζομαι στα σουηδικά

Μετάφραση: ισχυρίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anspråk, fordran, fordra, krav, påstående, patentkrav
Ισχυρίζομαι στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχυρίζομαι

ισχυρίζομαι συνώνυμα, ισχυρίζομαι μετάφραση, ισχυρίζομαι αγγλικά, ισχυρίζομαι στα αγγλικα, ισχυρίζομαι translation, ισχυρίζομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, ισχυρίζομαι στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ιστός στα σουηδικά - väv, mast, vävnad, vävnads, vävnaden, vävnader
  • ισχνός στα σουηδικά - spenslig, smärt, scraggly
  • ισχυρισμός στα σουηδικά - krav, anspråk, fordran, fordra, påstående, patentkrav
  • ισχυρογνώμονας στα σουηδικά - förhärdad, förhärdade, obdurate
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρίζομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: anspråk, fordran, fordra, krav, påstående, patentkrav