Ισχυρός στα δανικά

Μετάφραση: ισχυρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stiv, kraftfuld, magtfulde, kraftfulde, kraftig, stærk
Ισχυρός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχυρός

ισχυρός μαγνήτης, ισχυρός συνώνυμο, ισχυρόσ κλονισμόσ, ισχυρός σεισμός, ισχυρός συνωνυμα, ισχυρός λεξικό γλώσσας δανικά, ισχυρός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ισχυρογνώμονας στα δανικά - forstokket, forstokkede, hårdnakket, genstridig, forhærdede
  • ισχυρογνώμων στα δανικά - egensindig, stædig, egensindige, egenrådig, stædige
  • ισχύς στα δανικά - magt, power, strøm, effekt, kraft
  • ισχύων στα δανικά - gyldig, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stiv, kraftfuld, magtfulde, kraftfulde, kraftig, stærk