Ισχυρός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ισχυρός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
potente, rígido, defunto, morto, duro, pegajoso, hirto, poderoso, teso, cadáver, poder, poderosa, poderosos, forte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισχυρός
ισχυρός μαγνήτης, ισχυρός συνώνυμο, ισχυρόσ κλονισμόσ, ισχυρός σεισμός, ισχυρός συνωνυμα, ισχυρός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ισχυρός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ισχυρογνώμονας στα πορτογαλικά - teimoso, obstinado, birrento, renitente, obstinada, obstinados, inflexível
- ισχυρογνώμων στα πορτογαλικά - obstinado, teimoso, birrento, cabeçudo, teimosa, headstrong
- ισχύς στα πορτογαλικά - poder, potência, energia, de energia, de alimentação
- ισχύων στα πορτογαλικά - vão, valioso, atual, corrente, actual, atuais, de corrente
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: potente, rígido, defunto, morto, duro, pegajoso, hirto, poderoso, teso, cadáver, poder, poderosa, poderosos, forte
Μεταφράσεις: potente, rígido, defunto, morto, duro, pegajoso, hirto, poderoso, teso, cadáver, poder, poderosa, poderosos, forte