Ισχυρός στα τούρκικα
Μετάφραση: ισχυρός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eğilmez, kuvvetli, ölü, ceset, bükülmez, güçlü, güçlü bir, etkili
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισχυρός
ισχυρός μαγνήτης, ισχυρός συνώνυμο, ισχυρόσ κλονισμόσ, ισχυρός σεισμός, ισχυρός συνωνυμα, ισχυρός λεξικό γλώσσας τούρκικα, ισχυρός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ισχυρογνώμονας στα τούρκικα - inatçı, obdurate, taş kalpli, katı yürekli, üyesini bir tarafa bırakırsak
- ισχυρογνώμων στα τούρκικα - inatçı, dikbaşlı, dik kafalı, headstrong, inatçı bir
- ισχύς στα τούρκικα - güç, gücü, gç, elektrik, enerji
- ισχύων στα τούρκικα - geçerli, akım, mevcut, güncel, cari
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: eğilmez, kuvvetli, ölü, ceset, bükülmez, güçlü, güçlü bir, etkili
Μεταφράσεις: eğilmez, kuvvetli, ölü, ceset, bükülmez, güçlü, güçlü bir, etkili