Κιγκλίδωμα στα δανικά
Μετάφραση: κιγκλίδωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rækværk, gelænder, railing, rækværket, rælingen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κιγκλίδωμα
κιγκλίδωμα ορισμόσ, κιγκλίδωμα ετυμολογια, κιγκλίδωμα μπαλκόνι, κιγκλίδωμα λεξικο, κιγκλίδωμα συνώνυμο, κιγκλίδωμα λεξικό γλώσσας δανικά, κιγκλίδωμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- κιβούρι στα δανικά - kivouri
- κιβωτός στα δανικά - Arken, ark
- κιθάρα στα δανικά - guitar, guitaren, guitarer
- κιθαριστής στα δανικά - guitarist, guitaristen, guitarister, guitar
Τυχαίες λέξεις
Κιγκλίδωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rækværk, gelænder, railing, rækværket, rælingen
Μεταφράσεις: rækværk, gelænder, railing, rækværket, rælingen