Κιγκλίδωμα στα σουηδικά
Μετάφραση: κιγκλίδωμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
räcke, räcket, railing, räcken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κιγκλίδωμα
κιγκλίδωμα ορισμόσ, κιγκλίδωμα ετυμολογια, κιγκλίδωμα μπαλκόνι, κιγκλίδωμα λεξικο, κιγκλίδωμα συνώνυμο, κιγκλίδωμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, κιγκλίδωμα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- κιβούρι στα σουηδικά - skrin, schatull, likkista, kista, kivouri
- κιβωτός στα σουηδικά - ark, arken, sark, Arks
- κιθάρα στα σουηδικά - gitarr, gitarren, guitar
- κιθαριστής στα σουηδικά - gitarrist, gitarristen, gitarr
Τυχαίες λέξεις
Κιγκλίδωμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: räcke, räcket, railing, räcken
Μεταφράσεις: räcke, räcket, railing, räcken