Κιγκλίδωμα στα εσθονικά

Μετάφραση: κιγκλίδωμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käsipuu, nöökiv, manitsev, sõimamine, piirete, reelinguga, railing
Κιγκλίδωμα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κιγκλίδωμα

κιγκλίδωμα ορισμόσ, κιγκλίδωμα ετυμολογια, κιγκλίδωμα μπαλκόνι, κιγκλίδωμα λεξικο, κιγκλίδωμα συνώνυμο, κιγκλίδωμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, κιγκλίδωμα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κιβούρι στα εσθονικά - kirst, ehtelaegas, puusärk, kivouri
  • κιβωτός στα εσθονικά - arkansas, laegas, ARK, laeka, laevast, laegast
  • κιθάρα στα εσθονικά - kitarr, Guitar, kitarri, kitarrile, kitarrist
  • κιθαριστής στα εσθονικά - kitarrist, kitarristi, kitaristi, kitarri
Τυχαίες λέξεις
Κιγκλίδωμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: käsipuu, nöökiv, manitsev, sõimamine, piirete, reelinguga, railing