Κιγκλίδωμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: κιγκλίδωμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лісоруб, перила, поручні, поруччя, й поруччя, бильця
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κιγκλίδωμα
κιγκλίδωμα ορισμόσ, κιγκλίδωμα ετυμολογια, κιγκλίδωμα μπαλκόνι, κιγκλίδωμα λεξικο, κιγκλίδωμα συνώνυμο, κιγκλίδωμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κιγκλίδωμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κιβούρι στα ουκρανικά - труна, шкатулка, скринька, домовину, ховати, контейнер, труну, ...
- κιβωτός στα ουκρανικά - ящик, ковчег, шухляду, колимага, баржа, шухляда, ковчега, ...
- κιθάρα στα ουκρανικά - гітара, гитара
- κιθαριστής στα ουκρανικά - гітарист
Τυχαίες λέξεις
Κιγκλίδωμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лісоруб, перила, поручні, поруччя, й поруччя, бильця
Μεταφράσεις: лісоруб, перила, поручні, поруччя, й поруччя, бильця