Κοινότυπος στα δανικά

Μετάφραση: κοινότυπος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
banal, banalt, banale, fortærsket
Κοινότυπος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοινότυπος

κοινότυπος σημασια, κοινότοπος κοινότυπος, κοινότυπος λεξικό, κοινότυπος ή κοινότοπος, κοινότυπος λεξικό γλώσσας δανικά, κοινότυπος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κοινός στα δανικά - led, offentlig, fælles, ordinær, faelles, fællesmarkedet, almindelige, ...
  • κοινότητα στα δανικά - samfund, fællesskab, community, samfundet, fællesskabet
  • κοινώς στα δανικά - almindeligvis, almindeligt, normalt, ofte, sædvanligvis
  • κοιτάζω στα δανικά - blik, se, betragte, afvente, ser, kigge, at se, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοινότυπος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: banal, banalt, banale, fortærsket