Κοινότυπος στα εσθονικά
Μετάφραση: κοινότυπος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kulunud, tavapärane, stereotüüpne, labane, banaalne, juba ammu teada, lihtlabane
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινότυπος
κοινότυπος σημασια, κοινότοπος κοινότυπος, κοινότυπος λεξικό, κοινότυπος ή κοινότοπος, κοινότυπος λεξικό γλώσσας εσθονικά, κοινότυπος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κοινός στα εσθονικά - jagatud, ühiskondlik, ühine, liigend, avalikkus, harilik, avalik, ...
- κοινότητα στα εσθονικά - ühisus, ühiskond, kogukond, ühenduse, kogukonnaga, kogukonna, üldsuse
- κοινώς στα εσθονικά - tavapäraselt, tavaliselt, sagedamini, ühiselt, sageli, üldiselt
- κοιτάζω στα εσθονικά - pilk, otsima, vaatama, vaadata, vaata, otsida, vaatate
Τυχαίες λέξεις
Κοινότυπος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kulunud, tavapärane, stereotüüpne, labane, banaalne, juba ammu teada, lihtlabane
Μεταφράσεις: kulunud, tavapärane, stereotüüpne, labane, banaalne, juba ammu teada, lihtlabane