Κοινότυπος στα ουγγρικά
Μετάφραση: κοινότυπος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megmerevedett, elcsépelt, banális, sablonos, közhelyszerű
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινότυπος
κοινότυπος σημασια, κοινότοπος κοινότυπος, κοινότυπος λεξικό, κοινότυπος ή κοινότοπος, κοινότυπος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κοινότυπος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κοινός στα ουγγρικά - illesztett, ordenáré, becsapolás, ujjperc, hivatásos, nyilvános, nyilvánosság, ...
- κοινότητα στα ουγγρικά - közösség, közösségi, közösséget, közösségéhez, közösségben
- κοινώς στα ουγγρικά - általában, általánosan, gyakran, közösen, szokásosan
- κοιτάζω στα ουγγρικά - néz, nézd, megnézi, néz ki, nézni
Τυχαίες λέξεις
Κοινότυπος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: megmerevedett, elcsépelt, banális, sablonos, közhelyszerű
Μεταφράσεις: megmerevedett, elcsépelt, banális, sablonos, közhelyszerű