Κοινότυπος στα πολωνικά

Μετάφραση: κοινότυπος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
banalny, zdawkowy, trywialny, oklepany, tuzinkowy, szablonowy, stereotypowy, banalne
Κοινότυπος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοινότυπος

κοινότυπος σημασια, κοινότοπος κοινότυπος, κοινότυπος λεξικό, κοινότυπος ή κοινότοπος, κοινότυπος λεξικό γλώσσας πολωνικά, κοινότυπος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κοινός στα πολωνικά - jawny, społeczeństwo, publiczny, gminny, banalny, państwowy, powszedni, ...
  • κοινότητα στα πολωνικά - wspólnota, gmina, społeczność, zbiorowość, społeczeństwo, środowisko, społeczności
  • κοινώς στα πολωνικά - średnio, zwykle, potocznie, powszechnie, często, wspólnie
  • κοιτάζω στα πολωνικά - spojrzenie, upilnować, wygląd, popatrzeć, rozejrzeć, aparycja, wyglądać, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοινότυπος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: banalny, zdawkowy, trywialny, oklepany, tuzinkowy, szablonowy, stereotypowy, banalne