Κωνοφόρος στα δανικά

Μετάφραση: κωνοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nåletræ, nåletræs, nåletræer, af nåletræ, koglebærende
Κωνοφόρος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κωνοφόρος

κωνοφόρος λεξικό γλώσσας δανικά, κωνοφόρος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κωμωδία στα δανικά - komedie, Comedy, komedien, komik
  • κωνικός στα δανικά - keglesnit, konisk, koniske, kegleformet, den koniske
  • κωπηλασία στα δανικά - roning, Rowing, ro, at ro, Romaskiner
  • κωπηλατώ στα δανικά - ro, skænderi, række, mundhuggeri, kano, kanoen, kanoer, ...
Τυχαίες λέξεις
Κωνοφόρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nåletræ, nåletræs, nåletræer, af nåletræ, koglebærende