Κωνοφόρος στα ουκρανικά

Μετάφραση: κωνοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвойний, хвойне
Κωνοφόρος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κωνοφόρος

κωνοφόρος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κωνοφόρος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κωμωδία στα ουκρανικά - комедія, комедия
  • κωνικός στα ουκρανικά - конічний, конический
  • κωπηλασία στα ουκρανικά - веслування, Гребля
  • κωπηλατώ στα ουκρανικά - галас, наганяй, протестувати, шуміти, шум, низка, каное
Τυχαίες λέξεις
Κωνοφόρος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: хвойний, хвойне