Κωνοφόρος στα λιθουανικά
Μετάφραση: κωνοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spygliuotas, spygliuočių, spygliuočiais, Pušiniai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κωνοφόρος
κωνοφόρος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κωνοφόρος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κωμωδία στα λιθουανικά - komedija, Komedijos, Comedy, filmas
- κωνικός στα λιθουανικά - kūgio formos, kūginis, kūginę, kūginė, kūgin
- κωπηλασία στα λιθουανικά - irklavimas, irklavimo, irkluojamąsias, rowing, irklavimo ir
- κωπηλατώ στα λιθουανικά - eilė, irkluoti, kivirčas, ginčas, skandalas, vaidas, kanoja, ...
Τυχαίες λέξεις
Κωνοφόρος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: spygliuotas, spygliuočių, spygliuočiais, Pušiniai
Μεταφράσεις: spygliuotas, spygliuočių, spygliuočiais, Pušiniai