Κωνοφόρος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κωνοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
іглічны, хвойны, хваёвы
Κωνοφόρος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κωνοφόρος

κωνοφόρος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κωνοφόρος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κωμωδία στα λευκορωσικά - камедыя, камэдыя
  • κωνικός στα λευκορωσικά - канічны, канічным, канічная, канічнага, канічнай
  • κωπηλασία στα λευκορωσικά - веславанне, грэбля, грэбля таксама
  • κωπηλατώ στα λευκορωσικά - плаваць, каноэ
Τυχαίες λέξεις
Κωνοφόρος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: іглічны, хвойны, хваёвы