Λαχανικό στα δανικά
Μετάφραση: λαχανικό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vegetabilsk, grønsager, grøntsag, vegetabilske, grøntsager, grøntsagssektoren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαχανικό
λαχανικό κράμβη, καλαμπόκι λαχανικό, kale λαχανικό, κολούμπρα λαχανικό, λαχανικό λόλα, λαχανικό λεξικό γλώσσας δανικά, λαχανικό στα δανικά
Μεταφράσεις
- λατρεύω στα δανικά - dyrke, tilbedelse, gudstjeneste, tilbede, tilbedelsen, gudsdyrkelse
- λαχανιάζω στα δανικά - bukser, Pant, Buks, stønne
- λαχτάρα στα δανικά - begær, attrå, trang, trangen, lyst
- λαχταρώ στα δανικά - smerte, higer, Hanker
Τυχαίες λέξεις
Λαχανικό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vegetabilsk, grønsager, grøntsag, vegetabilske, grøntsager, grøntsagssektoren
Μεταφράσεις: vegetabilsk, grønsager, grøntsag, vegetabilske, grøntsager, grøntsagssektoren