Λογιστικός στα δανικά

Μετάφραση: λογιστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
regnskab, regnskabsmæssige, regnskabssystem, regnskabsmæssig, regnskabspraksis
Λογιστικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λογιστικός

λογιστικός χειρισμός έκτακτης εισφοράς, λογιστικός χειρισμός επιχορηγήσεων, λογιστικός χειρισμός εετηδε, λογιστικός χειρισμός προβλέψεων, λογιστικός προσδιορισμός καθαρών κερδών επιχειρήσεων με βιβλία β' κατηγορίας, λογιστικός λεξικό γλώσσας δανικά, λογιστικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λογιστής στα δανικά - regnskabsfører, bogholder, revisor, regnskabsføreren
  • λογιστική στα δανικά - regnskabsføring, bogholderi, revision, regnskab, regnskabsmæssige, regnskabssystem, regnskabsmæssig, ...
  • λογοκλοπή στα δανικά - plagiat, plagiering, et plagiat, Plagiarism, plagiat En
  • λογοκλόπος στα δανικά - plagiator
Τυχαίες λέξεις
Λογιστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: regnskab, regnskabsmæssige, regnskabssystem, regnskabsmæssig, regnskabspraksis