Λογιστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: λογιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accounting, boekhouding, boekhoudkundige, boekhoudkundig, de boekhouding
Λογιστικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λογιστικός

λογιστικός χειρισμός έκτακτης εισφοράς, λογιστικός χειρισμός επιχορηγήσεων, λογιστικός χειρισμός εετηδε, λογιστικός χειρισμός προβλέψεων, λογιστικός προσδιορισμός καθαρών κερδών επιχειρήσεων με βιβλία β' κατηγορίας, λογιστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λογιστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λογιστής στα ολλανδικά - boekhoudkundige, boekhouder, accountant, administrateur
  • λογιστική στα ολλανδικά - boekhouding, boekhouden, accountancy, accounting, boekhoudkundige, boekhoudkundig, de boekhouding
  • λογοκλοπή στα ολλανδικά - plagiaat, van plagiaat, plagiaat te, plagiaatcontrole
  • λογοκλόπος στα ολλανδικά - plagiaris, plagiarist, plagiator, plagiator is, plagiërende
Τυχαίες λέξεις
Λογιστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: accounting, boekhouding, boekhoudkundige, boekhoudkundig, de boekhouding