Λόγιος στα δανικά
Μετάφραση: λόγιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lærd, forsker, lærde, videnskabsmand
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λόγιος
λόγιοσ ερμή, λόγιος ερμής+abc australia, λόγιος αόριστος, λόγιος λεξιλόγιος, λόγιος ετυμολογια, λόγιος λεξικό γλώσσας δανικά, λόγιος στα δανικά
Μεταφράσεις
- λωλός στα δανικά - skør, vanvittig, Lolos
- λωρίδα στα δανικά - bane, stræde, strimmel, strimler, bånd, striben, strimlen
- λόγος στα δανικά - anledning, årsag, bevæggrund, fornuft, grund, grunden, Derfor, ...
- λόγχη στα δανικά - spyd, lanse, lance, lansen, dyserør, lancetten
Τυχαίες λέξεις
Λόγιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lærd, forsker, lærde, videnskabsmand
Μεταφράσεις: lærd, forsker, lærde, videnskabsmand