Λόγιος στα ισλανδικά
Μετάφραση: λόγιος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fræðimaður, Fræðasetur, Fræðaseturs, fræðimaðurinn, fræðimenn
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λόγιος
λόγιοσ ερμή, λόγιος ερμής+abc australia, λόγιος αόριστος, λόγιος λεξιλόγιος, λόγιος ετυμολογια, λόγιος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, λόγιος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- λωλός στα ισλανδικά - brjálaður, vitlaus, geðveikur, ær, Lolos
- λωρίδα στα ισλανδικά - Strip, ræma, ræmur, ræmu, ræmum
- λόγος στα ισλανδικά - orsök, ástæða, vit, Ástæðan, ástæðu, ástæða til, ástæða þess
- λόγχη στα ισλανδικά - Lance
Τυχαίες λέξεις
Λόγιος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fræðimaður, Fræðasetur, Fræðaseturs, fræðimaðurinn, fræðimenn
Μεταφράσεις: fræðimaður, Fræðasetur, Fræðaseturs, fræðimaðurinn, fræðimenn