Λόγιος στα πολωνικά

Μετάφραση: λόγιος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
erudyta, uczony, naukowiec, badacz, stypendysta
Λόγιος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λόγιος

λόγιοσ ερμή, λόγιος ερμής+abc australia, λόγιος αόριστος, λόγιος λεξιλόγιος, λόγιος ετυμολογια, λόγιος λεξικό γλώσσας πολωνικά, λόγιος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • λωλός στα πολωνικά - wściekły, wariacki, szaleńczy, nieprzytomny, szalony, Lolos
  • λωρίδα στα πολωνικά - uliczka, alejka, zaułek, aleja, tor, droga, dróżka, ...
  • λόγος στα πολωνικά - opamiętanie, wyperswadować, stwierdzić, przekonywać, przyczyna, stwierdzać, rozwaga, ...
  • λόγχη στα πολωνικά - iglica, ostrze, żądło, dzida, pika, wypustka, kopia, ...
Τυχαίες λέξεις
Λόγιος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: erudyta, uczony, naukowiec, badacz, stypendysta