Μαστίζω στα δανικά

Μετάφραση: μαστίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
øjenvippe, pisk, angribe, infest, angreb i, plager
Μαστίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαστίζω

σαστίζω συνώνυμο, σαστίζω συνώνυμα, μαστίζω λεξικό γλώσσας δανικά, μαστίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μασάζ στα δανικά - massage, massage-, Massageterapeut
  • μαστάρι στα δανικά - mastari
  • μαστίχα στα δανικά - lim, klister, tandkød, gumme, mastiks, mastik, mastiksen, ...
  • μαστιγώνω στα δανικά - pisk, piske, flog, pisker, hudstryge, at piske
Τυχαίες λέξεις
Μαστίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: øjenvippe, pisk, angribe, infest, angreb i, plager