Μαστίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: μαστίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
blakstiena, botagas, apnikti, užkrėsti, užkrečia, knibždėti, infest
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαστίζω
σαστίζω συνώνυμο, σαστίζω συνώνυμα, μαστίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μαστίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μασάζ στα λιθουανικά - masažas, masažo
- μαστάρι στα λιθουανικά - tešmuo, mastari
- μαστίχα στα λιθουανικά - klijai, mastika, mastikos, Mastic
- μαστιγώνω στα λιθουανικά - lupti, botagas, vanoti, išlupti kailį, išvanoti, iščaižyti, biržyti
Τυχαίες λέξεις
Μαστίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: blakstiena, botagas, apnikti, užkrėsti, užkrečia, knibždėti, infest
Μεταφράσεις: blakstiena, botagas, apnikti, užkrėsti, užkrečia, knibždėti, infest